Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καρτεραίχμης
καρτεραύχην
καρτερέω-ῶ
καρτερ·αύχην,
-χενος
(
ὁ, ἡ
) qui a le cou fort,
Hpc.
1164
d
;
Gal.
5, 443
.
Étym.
κ. αὐχήν
.