καρυῶτις

καρυωτός

καρφαλέος
καρυωτός, ή, όν [] garni de noix ou de dattes : κ. φοῖνιξ, Str. 800 ; Gal. 6, 352, palmier à dattes, dattier ; καρυωτὴ φιάλη, Semus (Ath. 502b) vase orné de ciselures ovales en forme de dattes.
Étym. *καρυόω, de κάρυον.