Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κασσιτέρινος
κασσιτεροποιός
κασσίτερος
κασσιτερο·ποιός,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐ
] ouvrier en étain,
Procl.
Ptol.
p. 251
.
Étym.
κ. ποιέω
.