καταϐάπτω

καταϐαρέω-ῶ

καταϐαρής
καταϐαρέω-ῶ [ϐᾰ] surcharger, accabler sous le poids, Luc. D. deor. 21, 1 ; fig. Pol. 18, 4, 4 ; DS. 19, 24 ; App. Civ. 5, 67.
Étym. καταϐαρής.