καταϐαρέω-ῶ

καταϐαρής

καταϐαρύνω
κατα·ϐαρής, ής, ές [ϐᾰ] seul. nom.-acc. plur. καταϐαρῆ, DC. 39, 42, etc. pesamment chargé.
Étym. κ. βάρος.