καταϐαυκάλησις

καταϐαυκαλίζω

καταϐδελύσσομαι
κατα·ϐαυκαλίζω [κᾰ]
1 endormir par des chants, Com. (EM. 192, 19) ||
2 avaler, Sopatr. (Ath. 784b).
Étym. κ. βαύκαλις.