καταϐαυκαλάω-ῶ

καταϐαυκάλησις

καταϐαυκαλίζω
καταϐαυκάλησις, εως () [κᾰ] action d’endormir par des chants, Ath. 618e.
Étym. καταϐαυκαλάω.