Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταϐορϐορόω-ῶ
καταϐορϐόρωσις
καταϐόρειος
καταϐορϐόρωσις,
εως
(
ἡ
) action de couvrir de boue,
Plut.
M.
166
a
.
Étym.
καταϐορϐορόω
.