Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταϐορϐόρωσις
καταϐόρειος
κατάϐορρος
κατα·ϐόρειος,
ος, ον,
c. le suiv.
Th.
H.P.
2, 8, 1
.
Étym.
κ. βορέας
.