καταϐόρειος

κατάϐορρος

καταϐόσκησις
κατά·ϐορρος, ος, ον, exposé au vent du nord (p. opp. à πρόσϐορρος) Plat. Criti. 118b ; Arstt. Œc. 1, 6 ; Th. C.P. 2, 9, 7.
Étym. κ. βορρᾶς.