Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταϐροχθίζω
καταϐροχθισμός
καταϐρόχω
καταϐροχθισμός,
οῦ
(
ὁ
) action d’avaler, d’engloutir,
Clém.
185
.
Étym.
καταϐροχθίζω
.