καταχθής

καταχθόνιος

καταχλευάζω
κατα·χθόνιος, ος, ον, souterrain, NT. Phil. 2, 10 ; DH. 2, 10 ||
E Fém. ion. -η, Il. 9, 457 ; A. Rh. 4, 1413.
Étym. κ. χθών.