Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταχωρίζω
κατάχωσις
καταψάλλω
κατάχωσις,
εως
(
ἡ
) l’action de couvrir de terre, d’ensevelir,
Geop.
4, 3, 2
.
Étym.
καταχώννυμι
.