καταδακτυλίζω

καταδακτυλικός

καταδαμάζω
κατα·δακτυλικός, οῦ [] adj. m. amant [Bailly] ou enclin ou habile à tripoter [P. Chantraine], Ar. Eq. 1381.
Étym. κ. δάκτυλος.