καταδακτυλικός

καταδαμάζω

καταδάμναμαι
κατα·δαμάζω [δᾰ] dompter entièrement, fatiguer, épuiser, DC. 50, 10 ; Spt. Jud. 14, 18 ; Nyss. 2, 183 ||
Moy. m. sign. Thc. 7, 81.