Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταδικαστέον
καταδικαστής
καταδίκη
καταδικαστής,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐ
] celui qui condamne,
Jambl.
V. Pyth.
p. 242
.
Étym.
καταδικάζω
.