καταδικαστής

καταδίκη

κατάδικος
κατα·δίκη, ης () []
1 condamnation, Epich. (Ath. 36d) ; Pol. 26, 5, 1 ; Plut. Cor. 29 ||
2 punition, peine, Luc. D. mort. 10 ; particul. amende, Thc. 5, 49, etc. ; Dém. 1156, 23, etc.
Étym. κ. δίκη.