Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταγελαστής
καταγελαστικός
καταγέλαστος
καταγελαστικός,
ή, όν,
qui aime à tourner en dérision, moqueur,
Mén. rhét.
143, 7, p. 337, l. 28 Spengel
.
Étym.
καταγελάω
.