καταγελαστικός

καταγέλαστος

καταγελάστως
καταγέλαστος, ος, ον, qui est un objet de dérision, risible, ridicule, Hdt. 8, 100 ; Plat. Conv. 189b, etc. ||
Cp. -ότερος, Plat. Ep. 314a ; sup. -ότατος, Plat. Pol. 296d ; Isocr. 209e.
Étym. καταγελάω.