καταγνυπόω-ῶ

καταγνύω

κατάγνωσις
κατ·αγνύω (seul. prés.) c. κατάγνυμι, Xén. Œc. 6, 5 ; Eub. (Ath. 450a) ; Arstt. H.A. 9, 1 et 5.