καταΐξ

καταιονάω-ῶ

καταιονέω-ῶ
κατ·αιονάω-ῶ (ao. κατῃόνησα) mouiller, humecter, imbiber, acc. Ath. 41b ; Plut. M. 74d ; Luc. Lex. 5 ; fig. τινα σοφίᾳ, DC. 38, 19, imprégner qqn de sagesse.