Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταΐσσω
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχυμμός,
οῦ
(
ὁ
) humiliation,
Symm.
Ps.
43, 16 ;
Clém.
587,
etc.
Étym.
καταισχύνω
.