Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταισχυντήρ,
ῆρος
(
ὁ
) qui déshonore,
gén.
Eschl.
Ag.
1363
.
Étym.
καταισχύνω
.