Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταιτιάομαι-ῶμαι
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταιτίασις,
εως
(
ἡ
) [
ᾱσ
] accusation, reproche,
Plut.
M.
546
f
;
M. Ant.
1, 16
.
Étym.
καταιτιάομαι
.