Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταιτίασις
καταῖτυξ
καταιχμάζω
καταῖ·τυξ,
υγος
(
ἡ
) [
ῠγ
] casque bas sans panache,
Il.
10, 258
.
Étym.
καταί, τεύχω
.