Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστικός
κατακέρασις,
εως
(
ἡ
) [
ρᾰ
] mélange,
Arstt.
G.A.
1, 18, 18
.
Étym.
κατακεράννυμι
.