κατακοσμέω-ῶ

κατακόσμησις

κατάκοσμος
κατακόσμησις, εως ()
1 action de mettre en ordre, Plat. Pol. 271e ; Tim. 47d ||
2 action de parer, parure, Plut. M. 712d.
Étym. κατακοσμέω.