Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατακρίσιμος,
ος, ον
[
ῐῐ
] condamné,
Pd.
fr. 116 ;
M. rubr.
59
.
Étym.
κατακρίνω
.