κατακροαίνω

κατακροάομαι-οῶμαι

κατακροταλίζω
κατ·ακροάομαι-οῶμαι (ao. κατηκροασάμην) écouter avec attention : τι, Jos. B.J. 4, 1, 5, qqe ch. ; τινός τι, Eup. (Prisc. Gr. lat. 18, p. 1186) qqe ch. de la bouche de qqn.