Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάκριτος
κατακροαίνω
κατακροάομαι-οῶμαι
κατα·κροαίνω
(
impf.
κατεκρόαινον
) frapper, ébranler,
acc.
Naz.
Ep.
2, 1
.
Étym.
cf.
κατακρούω
.