Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατάκρηθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνάω-ῶ
κατα·κρήμναμαι
[
νᾰ
] (
seul.
prés.
)
c.
κατακρέμαμαι,
Hpc.
464, 20 ;
Ar.
Nub.
376
.