κατακρήμναμαι

κατακρημνάω-ῶ

κατακρημνίζω
κατακρημνάω-ῶ (seul. pass. 3 pl. impf. κατεκρημνῶντο) c. κατακρεμάννυμι, Hh. 6, 39 ; Diosc. 4, 46.