καταλαλέω-ῶ

καταλαλία

κατάλαλος
καταλαλία, ας () [λᾰ] mauvais propos, parole méchante ou injurieuse, NT. 1 Petr. 2, 1 ; 2 Cor. 12, 20.
Étym. κατάλαλος.