καταλείπω

καταλειτουργέω

καταλείφω
κατα·λειτουργέω, att. καταλῃτουργέω-ῶ (pf. καταλελῃτούργηκα) dépenser pour le service de l’État, Dém. 956, 20 ; Is. 108, 29.