Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταλείπω
καταλειτουργέω
καταλείφω
κατα·λειτουργέω,
att.
καταλῃτουργέω-ῶ
(
pf.
καταλελῃτούργηκα
) dépenser pour le service de l’État,
Dém.
956, 20 ;
Is.
108, 29
.