κατάλευσις

καταλεύω

καταλέω-ῶ
κατα·λεύω (f. εύσω, ao. κατέλευσα ; ao. pass. κατελεύσθην) lapider, Hdt. 1, 167, etc. ; Thc. 1, 106 ; Ar. Ach. 284, etc.