καταλεύω

καταλέω-ῶ

καταλήγω
κατ·αλέω-ῶ (f. έσω, ao. κατήλεσα) [ᾰλ] moudre, Hpc. 405, 38, etc. ; Hdt. 4, 172 ; Str. 260, etc.