καταλληλότης

καταλλήλως

καταλοάω-οῶ
καταλλήλως, adv. d’une manière correspondante ou proportionnée à, dat. Arr. Epict. 1, 22 ; abs. Arstt. Metaph. 6, 17, 6.
Étym. κατάλληλος.