καταλογέω

καταλογή

καταλογίζομαι
καταλογή, ῆς ()
1 inscription sur les listes, enrôlement (de soldats), conscription, D. Chr. Or. 43, 11 ||
2 égard, respect, Pol. Exc. Vat. 23, 12, 10.
Étym. καταλέγω.