καταμϐλύνω

καταμϐλυόω-ῶ

καταμεγαλοφρονέω-ῶ
κατ·αμϐλυόω-ῶ, c. le préc. Diph. (Ath. 133b).
Étym. κ. ἀμϐλύς.