καταμϐλυόω-ῶ

καταμεγαλοφρονέω-ῶ

καταμεγαλύνομαι
κατα·μεγαλοφρονέω-ῶ [γᾰ] éprouver des sentiments de fierté, Clém. 274 ; τινος, Clém. 538, regarder qqe ch. avec dédain.