καταμέλλω

κατάμεμπτος

καταμέμφομαι
κατάμεμπτος, ος, ον, méprisé, méprisable, Soph. O.C. 1235 ; neutre plur. adv. Soph. O.C. 1695.
Étym. καταμέμφομαι.