καταμεγαλύνομαι

καταμεθύσκω

καταμεθύω
κατα·μεθύσκω (impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα) enivrer, Hdt. 1, 106 ; Plat. Gorg. 471b, d’où au pass. être enivré, être ivre, Pol. 5, 39, 2 ; DS. 4, 84.