καταμεγαλοφρονέω-ῶ

καταμεγαλύνομαι

καταμεθύσκω
κατα·μεγαλύνομαι [ᾰῡ] (ao. κατεμεγαλύνθην) s’élever contre, gén. Symm. Ps. 37, 17.