Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταμεγαλοφρονέω-ῶ
καταμεγαλύνομαι
καταμεθύσκω
κατα·μεγαλύνομαι
[
ᾰῡ
] (
ao.
κατεμεγαλύνθην
) s’élever contre,
gén.
Symm.
Ps.
37, 17
.