κατάμιξις

καταμίσγω

καταμισθοδοτέω-ῶ
κατα·μίσγω (seul. prés.) mêler, mélanger, Str. 20 ||
Moy. m. sign. Nic. Al. 353 ; au sens réfléchi, Hh. 18, 26.