καταμηλόω-ῶ

καταμήνιος

καταμηνιώδης
κατα·μήνιος, ος, ον, de chaque mois : τὰ καταμήνια, Hpc. 423, 53 ; Arstt. H.A. 3, 12, etc. les menstrues.
Étym. κ. μήν.