καταμήνιος

καταμηνιώδης

καταμήνυσις
καταμηνιώδης, ης, ες :
1 qui concerne les menstrues, Arstt. G.A. 3, 1, 24 ||
2 qui a des menstrues, Arstt. G.A. 2, 8, 14.
Étym. καταμήνιος, -ωδης.