καταγγελεύς

καταγγελία

καταγγέλλω
καταγγελία, ας ()
1 annonce, déclaration, Plut. Rom. 14 ; Luc. Par. 42 ||
2 accusation, Jos. A.J. 10, 7, 4.
Étym. κατάγγελος.