Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καταπειράω-ῶ
καταπειρητηρίη
καταπείρω
καταπειρητηρίη,
ης
(
ἡ
) sonde marine,
Hdt.
2, 5
.
Étym.
ion.
p.
*καταπειρατηρία
de
καταπειράω
.