καταπελτάζομαι

καταπελταφέτης

καταπέλτης
καταπελτ·αφέτης, ou mieux καταπαλτ·αφέτης, ου () [ᾰφ] un servant de catapulte, Phil. byz. Bel. p. 82, 13 ||
E Dans une inscr. att. καταπαλταφέτης CIA. 2, 316, 27 (281 av. J.-C.) v. Meisterh. p. 12.
Étym. καταπέλτης, ἀφίημι.