καταπετάννυμι

καταπέτασμα

καταπέτομαι
καταπέτασμα, ατος (τὸ) voile abaissé, Hld. 10, 28 ; particul. le voile du temple, à Jérusalem, Spt. Ex. 26, 31 ; Lev. 4, 6, etc. ; NT. Matth. 27, 51, etc.
Étym. καταπετάννυμι.